- ἀπόντες
- ἄπειμι 1sumpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμποδών — (Α ἐμποδών) (επίρρ. κατ αναλογ. προς το ἐκποδών*) 1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.) 2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῑται νόμος», Ευριπ.) 3. με… … Dictionary of Greek
ποθεινός — Επίσκοπος της Λιόν και μάρτυρας, που έζησε το 2o αι. μ.Χ., μαθητής του επίσκοπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. έφυγε για τη Γαλλία, όπου, τελικά έγινε επίσκοπος. Το 177, τον συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς της Λιόν, και… … Dictionary of Greek
συνέλευση — (Νομ.). Ο όρος δηλώνει είτε γενικά τη συνάθροιση του λαού, των μελών ενός σωματείου ή οργανισμού ή των αντιπροσώπων τους προς σύσκεψη, διατύπωση γνώμης ή λήψη αποφάσεων, είτε ειδικότερα, το συλλογικό όργανο που, σύμφωνα με το σύνταγμα, τον νόμο ή … Dictionary of Greek
Γραμματικός, Νίκος — (Σαλαμίνα 1963 –).Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Από τους πιο παραγωγικούς δημιουργούς της γενιάς του, ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με τα μικρού μήκους φιλμ Μακρόθεν και Επικίνδυνη Ζώνη (1987 και 1988, αντίστοιχα) για να συνεχίσει με… … Dictionary of Greek
Γώγου, Κατερίνα — (Αθήνα 1940 – 1993). Ηθοποιός του κινηματογράφου, σεναριογράφος και ποιήτρια. Αιώνια έφηβη στα αντισυμβατικά ποιήματά της, οργισμένη και αρκετά επηρεασμένη από τον Μαγιακόφσκι, η Γ. ξεκίνησε επαγγελματικά ως ηθοποιός, αλλά κατάφερε να… … Dictionary of Greek
απών, -ούσα, -όν — αρχαία μετοχή, αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών: Πολλοί μαθητές ήταν σήμερα απόντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλειοψηφία — πλειοψηφία, η και πλειονοψηφία, η το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν: Απόλυτη πλειοψηφία είναι το μισό κι ένας παραπάνω απ όλους (παρόντες και απόντες), ενώ σχετική πλειοψηφία είναι το μισό κι ένας παραπάνω απ αυτούς που ψήφισαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)